πλασάρισμα

πλασάρισμα
το, Ν [πλασάρω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλασάρω, η διάθεση εμπορικών ή βιομηχανικών προϊόντων στην αγορά
2. (για ποδοσφαιριστές) α) το πλασέ
β) κατάληψη ευνοϊκής θέσης στο γήπεδο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλασάρισμα — το, ατος διάθεση εμπορεύματος σε πελάτες που βρίσκω ο ίδιος: Ασχολείται με το πλασάρισμα βιομηχανικών προϊόντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”